τοπιογραφικός

τοπιογραφικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με την τοπιογραφία ή τον τοπιογράφο: Τοπιογραφικά θέματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τοπιογραφικός — ή, ό, Ν [τοπογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπιογραφία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”